- βρέτη
- βρέταςwooden imageneut nom/voc/acc plβρέτοςneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)βρέτοςneut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
IDOLOLATRIAE Incunabula — quae cum duplex, nam vel verus Deus in imagine qualicumque, vel vagus Deus, colitur de utraque, hac praesertim, paucis. Infinita Dei Maiestas licet omnium creaturarum captum longe tran scendat, tamen homines, vel ex ipso Naturae libro eius… … Hofmann J. Lexicon universale
βρετός — ή, ό [ευρετός] Ι. εκείνος τον οποίο συναντά κανείς τυχαία κάπου II. το θηλ. ως ουσ. βρετή, η εικόνα που βρέθηκε τυχαία κάπου III. το ουδ. ως ουσ. βρετό, το 1. έκθετο βρέφος 2. βρέφος που αφήνεται σε είσοδο εκκλησίας ή προσκυνήματος προσωρινά για… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek